- λογικᾶς
- λογικόςoffem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογικάς — λογικά̱ς , λογικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προϋφίστημι — ΜΑ [ὑφίστημι] 1. καθιερώνω προηγουμένως, δίνω προηγουμένως ύπαρξη σε κάτι («τὰς ἄλλας λογικὰς δυνάμεις προϋπέστησεν ὁ Θεός», Αιν. Γαζ.) 2. μέσ. προϋφίσταμαι υπάρχω από πριν, προϋπάρχω («ἐν ἀπορρήτοις λογισμοῑς τοῡ πατρὸς προϋφισταμένων», Ευσ.) … Dictionary of Greek